έμβιος

έμβιος
ος , ον
1) живой;

έμβια όντα — живые существа;

2) пожизненный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμβιος" в других словарях:

  • ἔμβιος — having life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμβιος — ο (AM ἔμβιος, ον) αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος γένος εμβιόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες τής ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί 2. ισόβιος …   Dictionary of Greek

  • έμβιος — α, ο που υπάρχει στη ζωή, ζωντανός, οργανικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβιώτερον — ἔμβιος having life masc acc comp sg ἔμβιος having life neut nom/voc/acc comp sg ἔμβιος having life adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμβιον — ἔμβιος having life masc/fem acc sg ἔμβιος having life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβιώτερα — ἔμβιος having life neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβίων — ἔμβιος having life masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμβια — ἔμβιος having life neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμβιοι — ἔμβιος having life masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PORCI — solis hominum Aegyptiis, ad agrorum coltum adhibiti sunt. Nempe, ut apud Aelian. Histor. Anim. l. 10. c. 16. refert Eudoxus, τοῦ ςίτου ςπαρέντος, ἐπάγουςι τὰς ἀγέλας ἀυτῶν, αἰ δὲ πατοῦςι τὸν ςπορὸν καὶ εἰς ὑγρὰν τὴν γῆν ὠθοῦςι, ἵνα μένῃ ἔμβιος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»